- απολυμαντήριο(ν)
- το дезинфекционная камера; санпропускник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απολυμαντήριο — το τόπος όπου γίνεται απολύμανση ρούχων, επίπλων κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απολυμαντήριος — ια, ιο 1. απολυμαντικός 2. το ουδ. ως ουσ. το απολυμαντήριο ο θάλαμος απολύμανσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < απολύμανση. Η λ. μαρτυρείται ως ουσιαστικό από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
απολυμαντής — ο αυτός που απολυμαίνει: Ήταν απολυμαντής στο δημόσιο απολυμαντήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)